- μαμ(μ)ά
- I η разг мамаμαμ(μ)ά2II τό ам-ам, еда, хлеб (на языке маленьких детей)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαμ — και μαμά και μαμμά, το 1. (στη βρεφική γλώσσα) η τροφή, το φαγητό, και ιδίως το ψωμί 2. φρ. «μαμ και νάνι» λέγεται για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ικανοποίηση τών αναγκών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής παιδικής γλώσσας (πρβλ. κοκό,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
μαμμάν — μαμμᾱν (Α) [μάμμη] 1. νηπιακή λέξη για την τροφή 2. φρ. «μαμμᾱν αἰτεῑν» (για τα νήπια) αναζήτηση τροφής, μαμ μαμ … Dictionary of Greek
μαμωνάς — και μαμμωνάς, ο (AM μαμωνάς και μαμμωνάς) (αραμ. λέξη) ο πλούτος νεοελλ. ως κύριο όν. Μαμ(μ)ωνάς ο θεός τού πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραμ. προέλευσης] … Dictionary of Greek